- σαυλούμαι
- -όομαι, Α [σαῡλος]1. περπατώ και, γενικά, συμπεριφέρομαι με θηλυπρέπεια, ακκίζομαι2. χορεύω επιτηδευμένα3. (κατά τον Ησύχ.) «σαυλοῡσθαι. τρυφᾱν, θρύπτεσθαι, ἐναβρύνεσθαι».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαύλωμα — ώματος, τὸ, Α [σαυλοῡμαι] (κατά τον Ησύχ.) «τρυφηλότης, θρύμμα» … Dictionary of Greek